κακοζωίζω

κακοζωίζω
1. ζω άθλια ζωή, είτε από φτώχεια είτε από άλλες περιστάσεις, κακοζώ*
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κακοζωισμένος, -ή, -ο
αυτός που ζει ή έχει ζήσει άθλια και φτωχά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + ζωίζω (< ζωή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακοζωίζω — βλ. κακοζώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοζωώ — κακοζωῶ, έω (Μ) κακοζωίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ζωῶ] …   Dictionary of Greek

  • κακοζώ — και κακοζωίζω κακόζησα και κακοζώισα, κακοζωισμένος, περνώ κακή ζωή: Οι τσοπάνηδες στα ορεινά μέρη κακοζούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”